διεξεργάζομαι

διεξεργάζομαι
διεξεργάζομαι (Α) [εξεργάζομαι]
1. αποτελειώνω, εκτελώ
2. διαφθείρω, καταστρέφω, αφανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διεξεργάσῃ — διεξεργάζομαι work out aor subj mp 2nd sg διεξεργάζομαι work out fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξεργάσονται — διεξεργάζομαι work out fut ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιεξέργαστος — η, ο (Α ἀδιεξέργαστος, ον) [διεξεργάζομαι] νεοελλ. ανεπεξέργαστος, ακατέργαστος αρχ. αυτός που δεν περατώθηκε, ο ατελείωτος …   Dictionary of Greek

  • διεξεργάζοιτ' — διεξεργάζοιτο , διεξεργάζομαι work out pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”